ζωολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ζωολόγος | οι | ζωολόγοι |
| γενική | του/της | ζωολόγου | των | ζωολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | ζωολόγο | τους/τις | ζωολόγους |
| κλητική | ζωολόγε | ζωολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωολόγος < ζωο- + -λόγος < διαγλωσσικοί όροι zoo-, -log(ist) < ζωολογία
Μεταφράσεις
ζωολόγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.