ζυμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζυμωμένος | η | ζυμωμένη | το | ζυμωμένο |
| γενική | του | ζυμωμένου | της | ζυμωμένης | του | ζυμωμένου |
| αιτιατική | τον | ζυμωμένο | τη | ζυμωμένη | το | ζυμωμένο |
| κλητική | ζυμωμένε | ζυμωμένη | ζυμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζυμωμένοι | οι | ζυμωμένες | τα | ζυμωμένα |
| γενική | των | ζυμωμένων | των | ζυμωμένων | των | ζυμωμένων |
| αιτιατική | τους | ζυμωμένους | τις | ζυμωμένες | τα | ζυμωμένα |
| κλητική | ζυμωμένοι | ζυμωμένες | ζυμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζυμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυμώνω
Μετοχή
ζυμωμένος, -η, -ο
- που έχει ζυμωθεί
- (μεταφορικά) που έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στις αντιξοότητες της ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.