doublet

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
doublet doublets

Ετυμολογία

doublet < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doublet < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική doublet [1] < double + -et
παράδειγμα doublet

  Οι αγγλικές λέξεις army και armada είναι doublets

λατινική armata
αγγλική army
ισπανική armada αγγλική armada

Ουσιαστικό

doublet (en)

  1. ζεύγος ίδιων ή παρόμοιων πραγμάτων· διπλότυπο
  2. (γλωσσολογία) ζεύγος: η μία από δύο διαφορετικές λέξεις μιας γλώσσας που εισήλθαν από άλλη γλώσσα σε διαφορετικές στιγμές. Έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα, αλλά είναι διπλότυπες, παρουσιάζουν διαφορετικές φωνολογικές μορφές έχοντας συχνά δημιουργηθεί από διαφορετικές διαδρομές
    όπως δάνεια από μία γλώσσα, αλλά σε διαφορετικές περιόδους
    όπως δάνεια από δύο γλώσσες που είναι όμως συγγενικές
    όπως δάνειο από μία γλώσσα και η ενδογενής συγγενής της λέξη
    όπως δύο λέξεις της γλώσσας που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους της
    •  συνώνυμα: etymological twin
    •  δείτε και τον όρο triplet (για τρεις λέξεις), κ.λπ.

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.