ζελατινοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζελατινοποιημένος η ζελατινοποιημένη το ζελατινοποιημένο
      γενική του ζελατινοποιημένου της ζελατινοποιημένης του ζελατινοποιημένου
    αιτιατική τον ζελατινοποιημένο τη ζελατινοποιημένη το ζελατινοποιημένο
     κλητική ζελατινοποιημένε ζελατινοποιημένη ζελατινοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζελατινοποιημένοι οι ζελατινοποιημένες τα ζελατινοποιημένα
      γενική των ζελατινοποιημένων των ζελατινοποιημένων των ζελατινοποιημένων
    αιτιατική τους ζελατινοποιημένους τις ζελατινοποιημένες τα ζελατινοποιημένα
     κλητική ζελατινοποιημένοι ζελατινοποιημένες ζελατινοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζελατινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζελατινοποιώ

Μετοχή

ζελατινοποιημένος

  • που έχει υποστεί ζελατινοποίηση
      Το «ζελατινοποιημένο άμυλο», που μερικές φορές αναγράφεται και σε συσκευασίες, δεν είναι δηλαδή κάτι τόσο επικίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή, αρκεί να έχει πραγματοποιηθεί κάτω από ομαλές συνθήκες. (εφ. Το Βήμα, 4/1/2014)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.