ζελατινοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατινοποίηση οι ζελατινοποιήσεις
      γενική της ζελατινοποίησης* των ζελατινοποιήσεων
    αιτιατική τη ζελατινοποίηση τις ζελατινοποιήσεις
     κλητική ζελατινοποίηση ζελατινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζελατινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζελατινοποίηση < ζελατινοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gelatinization)

Ουσιαστικό

ζελατινοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.