ζαρκάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαρκάδι τα ζαρκάδια
      γενική του ζαρκαδιού των ζαρκαδιών
    αιτιατική το ζαρκάδι τα ζαρκάδια
     κλητική ζαρκάδι ζαρκάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαρκάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαρκάδι < ζορκάδιον < αρχαία ελληνική ζορκάς / δορκάς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yorkos[1] (ζαρκάδι)

Σημειώσεις

  1. Και με παρετυμολογική εμπλοκή του ρήματος δέρκομαι / δέδορκα

Προφορά

ΔΦΑ : /zaɾˈka.ði/

Ουσιαστικό

ζαρκάδι ουδέτερο

  • (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό ζώο με λατινικό όνομα Capreolus capreolus, συγγενές με το ελάφι και με το οποίο μοιάζει, γνωστό για την ταχύτητά του

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.