δορκάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δορκάδα | οι | δορκάδες |
| γενική | της | δορκάδας | των | δορκάδων |
| αιτιατική | τη | δορκάδα | τις | δορκάδες |
| κλητική | δορκάδα | δορκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δορκάδα < αρχαία ελληνική ζορκάς / δορκάς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yorkos[1] (ζαρκάδι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoɾˈka.ða/
Μεταφράσεις
δορκάδα
|
- Και με παρετυμολογική εμπλοκή του ρήματος δέρκομαι / δέδορκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.