είναι ζήτημα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

είναι ζήτημα < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

είναι ζήτημα

  1. το πολύ
  2. (με γενική) έχει σχέση με..., είναι θέμα ...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.