ζάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζάρωμα τα ζαρώματα
      γενική του ζαρώματος των ζαρωμάτων
    αιτιατική το ζάρωμα τα ζαρώματα
     κλητική ζάρωμα ζαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάρωμα < ζαρώνω

Ουσιαστικό

ζάρωμα ουδέτερο

  1. η ζαρωματιά, το αποτέλεσμα του ζαρώνω, το μάζεμα, το συρρίκνωμα
  2. το τσαλάκωμα, η πτύχωση
  3. (μεταφορικά) το μάζεμα ενός ανθρώπου από φόβο ή από ενοχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.