ζαρωματιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαρωματιά οι ζαρωματιές
      γενική της ζαρωματιάς των ζαρωματιών
    αιτιατική τη ζαρωματιά τις ζαρωματιές
     κλητική ζαρωματιά ζαρωματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαρωματιά < ρήμα ζαρώνω

Ουσιαστικό

ζαρωματιά θηλυκό

  1. η ζάρα, η πτυχή σε ύφασμα
  2. η ρυτίδα του δέρματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.