συρρίκνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συρρίκνωμα | τα | συρρικνώματα |
| γενική | του | συρρικνώματος | των | συρρικνωμάτων |
| αιτιατική | το | συρρίκνωμα | τα | συρρικνώματα |
| κλητική | συρρίκνωμα | συρρικνώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συρρίκνωμα < συρρικνώνω + -μα
Ουσιαστικό
συρρίκνωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του συρρικνώνω, η σμίκρυνση κυριολεκτικά και μεταφορικά, η περικοπή, η μείωση σε υπερβολικό βαθμό
Μεταφράσεις
συρρίκνωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.