τσαλάκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαλάκωμα τα τσαλακώματα
      γενική του τσαλακώματος των τσαλακωμάτων
    αιτιατική το τσαλάκωμα τα τσαλακώματα
     κλητική τσαλάκωμα τσαλακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαλάκωμα < τσαλακώνω + -μα

Ουσιαστικό

τσαλάκωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του τσαλακώνω
  2. το αποτέλεσμα του τσαλακώνω, ορατή δίπλα, ζάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.