εὐπροσηγορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐπροσηγορίᾱ | αἱ | εὐπροσηγορίαι |
| γενική | τῆς | εὐπροσηγορίᾱς | τῶν | εὐπροσηγοριῶν |
| δοτική | τῇ | εὐπροσηγορίᾳ | ταῖς | εὐπροσηγορίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐπροσηγορίᾱν | τὰς | εὐπροσηγορίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐπροσηγορίᾱ | εὐπροσηγορίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐπροσηγορίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐπροσηγορίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εὐπροσηγορία < εὐπροσήγορος < (εὖ) εὐ- + προσήγορος < πρός (προσ-) + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)
Πηγές
- εὐπροσηγορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.