εὐδαίμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| εὐδαιμον- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐδαίμων | τὸ | εὔδαιμoν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐδαίμονος | τοῦ | εὐδαίμονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐδαίμονῐ | τῷ | εὐδαίμονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐδαίμονᾰ | τὸ | εὔδαιμoν | ||
| κλητική ὦ! | εὔδαιμoν | εὔδαιμoν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐδαίμονες | τὰ | εὐδαίμονᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐδαιμόνων | τῶν | εὐδαιμόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐδαίμοσῐ(ν) | τοῖς | εὐδαίμοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐδαίμονᾰς | τὰ | εὐδαίμονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὐδαίμονες | εὐδαίμονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐδαίμονε | τὼ | εὐδαίμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐδαιμόνοιν | τοῖν | εὐδαιμόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὐδαίμων, -ων, '_-ον
- ευλογημένος απ’ τον θεό
- ευτυχής, μακάριος
- που ευημερεί, πλούσιος
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τὸ εὔδαιμον: η ευδαιμονία
Πηγές
- εὐδαίμων - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐδαίμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐδαίμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.