εἰδεχθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εἰδεχθής | τὸ | εἰδεχθές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εἰδεχθοῦς | τοῦ | εἰδεχθοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εἰδεχθεῖ | τῷ | εἰδεχθεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εἰδεχθῆ | τὸ | εἰδεχθές | ||
| κλητική ὦ! | εἰδεχθές | εἰδεχθές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εἰδεχθεῖς | τὰ | εἰδεχθῆ | ||
| γενική | τῶν | εἰδεχθῶν | τῶν | εἰδεχθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εἰδεχθέσῐ(ν) | τοῖς | εἰδεχθέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εἰδεχθεῖς | τὰ | εἰδεχθῆ | ||
| κλητική ὦ! | εἰδεχθεῖς | εἰδεχθῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδεχθεῖ | τὼ | εἰδεχθεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰδεχθοῖν | τοῖν | εἰδεχθοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εἰδεχθής, -ης, -ες, συγκριτικός :εἰδεχθέστερος, υπερθετικός : εἰδεχθέστατος
- δυσώδης, δύσοσμος, σάπιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.115, @scaife.perseus
- Ῥόος πυῤῥὸς ῥέει, οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος πουλύ τε καὶ δύσοδμον, καὶ φλεγμαίνουσιν αἱ ὑστέραι,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.115, @scaife.perseus
- αποκρουστικός στην όψη, άσχημος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 28.4
- ‹ἀ›μέλει δὲ καὶ κακῶς λεγόντων ἑτέρων συνεπιλαβέσθαι εἴπας «Ἐγὼ δὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον πλέον πάντων μεμίσηκα· καὶ γὰρ εἰδεχθής τις ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐστίν·
- Όταν κάποιοι άλλοι επιδίδονται στην κακολογία, είναι βέβαιο ότι θα πάρει μέρος κι αυτός λέγοντας: «Αυτόν τον άνθρωπο εγώ τον έχω μισήσει περισσότερο απ᾽ όλους. Ακόμη κι από το πρόσωπό του είναι απεχθής.
- Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- ‹ἀ›μέλει δὲ καὶ κακῶς λεγόντων ἑτέρων συνεπιλαβέσθαι εἴπας «Ἐγὼ δὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον πλέον πάντων μεμίσηκα· καὶ γὰρ εἰδεχθής τις ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐστίν·
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 29.1 @scaife.perseus
- κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὥραν παρʼ αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων ἀμύθητον, τοῖς τε μεγέθεσι διαλλάττον καὶ τῇ χρόᾳ τοῦ πτερώματος εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 29.5 @scaife.perseus
- ὅταν γὰρ πλησιάζῃ τὸ γῆρας, ἐμφύονται τοῖς σώμασι πτερωτοὶ φθεῖρες οὐ μόνον διάφοροι τοῖς εἴδεσιν, ἀλλὰ καὶ ταῖς ἰδέαις ἄγριοι καὶ παντελῶς εἰδεχθεῖς.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ῥωμαϊκά, Διὰ τί καὶ σαρκὸς ὠμῆς ἀπείρηται τῷ ἱερεῖ ψαύειν;, Section 110, 290a @scaife.perseus
- τὸ δὲ πρόσφατον καὶ ὠμὸν οὐδὲ τὴν ὄψιν ἔχει καθαρὰν καὶ ἀμίαντον, ἀλλʼ εἰδεχθῆ καὶ ἑλκώδη.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 28.4
Παράγωγα
- εἰδέχθεια
- εἰδεχθῶς
Αναφορές
- ειδεχθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- εἰδεχθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.