εὑρίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- εὑρίσκω < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- εὕρεσις
- εὑρετέος
- εὑρετικός
- εὕρετις
- εὑρετός
- εὕρετρα
- εὕρημα
Σύνθετα
- ἀφευρίσκω
- ἀνευρίσκω
- ἀντεφευρίσκω
- ἐξανευρίσκω
- ἐξευρίσκω
- ἐφευρίσκω
- ἐνευρίσκω
- ἐπεξευρίσκω
- καθευρίσκω
- παρεξευρίσκω
- προσανευρίσκω
- προσεξευρίσκω
- προσεπεξευρίσκω
- προσευρίσκω
- συνεξευρίσκω
- συνευρίσκω
- ὑπερευρίσκω
Πηγές
- εὑρίσκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὑρίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὑρίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.