εὑρίσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εὑρίσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εὑρίσκω

  1. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία
  2. ανακαλύπτω
  3. αποκτώ, φέρω

Συγγενικά

  • εὕρεσις
  • εὑρετέος
  • εὑρετικός
  • εὕρετις
  • εὑρετός
  • εὕρετρα
  • εὕρημα
Σύνθετα
  • ἀφευρίσκω
  • ἀνευρίσκω
  • ἀντεφευρίσκω
  • ἐξανευρίσκω
  • ἐξευρίσκω
  • ἐφευρίσκω
  • ἐνευρίσκω
  • ἐπεξευρίσκω
  • καθευρίσκω
  • παρεξευρίσκω
  • προσανευρίσκω
  • προσεξευρίσκω
  • προσεπεξευρίσκω
  • προσευρίσκω
  • συνεξευρίσκω
  • συνευρίσκω
  • ὑπερευρίσκω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.