εξεύρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξεύρεση οι εξευρέσεις
      γενική της εξεύρεσης* των εξευρέσεων
    αιτιατική την εξεύρεση τις εξευρέσεις
     κλητική εξεύρεση εξευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξεύρεση < αρχαία ελληνική ἐξεύρεσις < ἐξευρίσκω

Ουσιαστικό

εξεύρεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.