εύκαιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύκαιρος η εύκαιρη το εύκαιρο
      γενική του εύκαιρου της εύκαιρης του εύκαιρου
    αιτιατική τον εύκαιρο την εύκαιρη το εύκαιρο
     κλητική εύκαιρε εύκαιρη εύκαιρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύκαιροι οι εύκαιρες τα εύκαιρα
      γενική των εύκαιρων των εύκαιρων των εύκαιρων
    αιτιατική τους εύκαιρους τις εύκαιρες τα εύκαιρα
     κλητική εύκαιροι εύκαιρες εύκαιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύκαιρος < αρχαία ελληνική εὔκαιρος < εὖ + καιρός

Επίθετο

εύκαιρος

  1. (για άνθρωπο) που ευκαιρεί, που έχει διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο για κάτι
  2. (για πράγμα) που είναι διαθέσιμο για χρήση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.