ευκαιρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευκαιρώ < ελληνιστική εὐκαιρέω-ω < εὔκαιρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.ceˈɾo/

Ρήμα

ευκαιρώ, πρτ.: ευκαιρούσα, στ.μέλλ.: θα ευκαιρήσω, αόρ.: ευκαίρησα

  1. έχω διαθέσιμο χρόνο
    θα ασχοληθώ με το θέμα σας, όταν ευκαιρήσω
     συνώνυμα: αδειάζω
  2. (+ να) μπορώ, έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.