εύθρυπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύθρυπτος η εύθρυπτη το εύθρυπτο
      γενική του εύθρυπτου της εύθρυπτης του εύθρυπτου
    αιτιατική τον εύθρυπτο την εύθρυπτη το εύθρυπτο
     κλητική εύθρυπτε εύθρυπτη εύθρυπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύθρυπτοι οι εύθρυπτες τα εύθρυπτα
      γενική των εύθρυπτων των εύθρυπτων των εύθρυπτων
    αιτιατική τους εύθρυπτους τις εύθρυπτες τα εύθρυπτα
     κλητική εύθρυπτοι εύθρυπτες εύθρυπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύθρυπτος < αρχαία ελληνική εὔθρυπτος < εὖ + θρύπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef.θɾi.ptos/

Επίθετο

εύθρυπτος, -η, -ο

  • που τρίβεται εύκολα, που μετατρέπεται εύκολα σε θρύμματα ή σκόνη
    μια εύθρυπτη πέτρα, ένα εύθρυπτο γλύκισμα
    Μέχρι στιγμής διαφαίνεται ότι η Google δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να ψηφιοποιήσει βιβλία από τους δύο πρώτους αιώνες της τυπογραφίας, με το σκεπτικό ότι η σάρωση είναι δύσκολη γιατί αυτά είναι βιβλία εύθρυπτα. (*)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.