εύθραυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύθραυστος | η | εύθραυστη | το | εύθραυστο |
| γενική | του | εύθραυστου | της | εύθραυστης | του | εύθραυστου |
| αιτιατική | τον | εύθραυστο | την | εύθραυστη | το | εύθραυστο |
| κλητική | εύθραυστε | εύθραυστη | εύθραυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύθραυστοι | οι | εύθραυστες | τα | εύθραυστα |
| γενική | των | εύθραυστων | των | εύθραυστων | των | εύθραυστων |
| αιτιατική | τους | εύθραυστους | τις | εύθραυστες | τα | εύθραυστα |
| κλητική | εύθραυστοι | εύθραυστες | εύθραυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύθραυστος < αρχαία ελληνική εὔθραυστος < εὖ + θραύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.θɾaf.stos/
Επίθετο
εύθραυστος -η -ο
- που σπάει εύκολα
- (μεταφορικά) ο ευαίσθητος, που απαιτεί πολύ προσεκτική αντιμετώπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.