εχίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εχίνος | οι | εχίνοι |
| γενική | του | εχίνου | των | εχίνων |
| αιτιατική | τον | εχίνο | τους | εχίνους |
| κλητική | εχίνε | εχίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εχίνος < αρχαία ελληνική ἐχῖνος (3.(σημασιολογικό δάνειο) αγγλική hedgehog)
Ουσιαστικό
εχίνος αρσενικό
- (λόγιο) (ζωολογία) αχινός
- (λόγιο) (ζωολογία) σκαντζόχοιρος
- οτιδήποτε έχει αγκαθωτή επιφάνεια
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εχινόκοκκος
Μεταφράσεις
εχίνος
|
|
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εχίνος | οι | εχίνοι |
| γενική | του | εχίνου | των | εχίνων |
| αιτιατική | τον | εχίνο | τους | εχίνους |
| κλητική | εχίνε | εχίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εχίνος < ελληνιστική κοινή ἐχῖνος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐχῖνος
Ουσιαστικό
εχίνος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) τμήμα κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κυρίως κίονα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.