αχινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αχινός | οι | αχινοί |
| γενική | του | αχινού | των | αχινών |
| αιτιατική | τον | αχινό | τους | αχινούς |
| κλητική | αχινέ | αχινοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αχινός < μεσαιωνική ελληνική αχινός < αρχαία ελληνική ἐχῖνος
Ουσιαστικό
αχινός αρσενικό
- (ζωολογία) θαλάσσιο ζώο με ασβεστολιθικό κέλυφος που καλύπτεται από αγκάθια
-
αχινός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
