ἐχέφρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἐχεφρον- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐχέφρων | τὸ | ἐχέφρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐχέφρονος | τοῦ | ἐχέφρονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐχέφρονῐ | τῷ | ἐχέφρονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐχέφρονᾰ | τὸ | ἐχέφρον | ||
| κλητική ὦ! | ἐχέφρον | ἐχέφρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐχέφρονες | τὰ | ἐχέφρονᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐχεφρόνων | τῶν | ἐχεφρόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐχέφροσῐ(ν) | τοῖς | ἐχέφροσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐχέφρονᾰς | τὰ | ἐχέφρονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐχέφρονες | ἐχέφρονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐχέφρονε | τὼ | ἐχέφρονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐχεφρόνοιν | τοῖν | ἐχεφρόνοιν | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐχέφρων, -ων, -ον
- ο συνετός, ο μυαλωμένος, ο εχέφρων
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 30F6
- τὸν Ὀδυσσέα φάσκουσα μὴ περιορᾶν μηδὲ προλείπειν οὕνεκ΄ ἐπητής ἐστι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 30F6
Πηγές
- ἐχέφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐχέφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.