εφτανησιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφτανησιώτικος | η | εφτανησιώτικη | το | εφτανησιώτικο |
| γενική | του | εφτανησιώτικου | της | εφτανησιώτικης | του | εφτανησιώτικου |
| αιτιατική | τον | εφτανησιώτικο | την | εφτανησιώτικη | το | εφτανησιώτικο |
| κλητική | εφτανησιώτικε | εφτανησιώτικη | εφτανησιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφτανησιώτικοι | οι | εφτανησιώτικες | τα | εφτανησιώτικα |
| γενική | των | εφτανησιώτικων | των | εφτανησιώτικων | των | εφτανησιώτικων |
| αιτιατική | τους | εφτανησιώτικους | τις | εφτανησιώτικες | τα | εφτανησιώτικα |
| κλητική | εφτανησιώτικοι | εφτανησιώτικες | εφτανησιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφτανησιώτικος < Εφτανησιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fta.niˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φτα‐νη‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο
εφτανησιώτικος, -η, -ο
- (οικείο) ο επτανησιακός
- στο λιμάνι είχαν φτάσει εφτανησιώτικα καράβια
- το εφτανησιώτικο θέατρο
- τα εφτανησιώτικα ιδιώματα, τα επτανησιακά
Παράγωγα
- εφτανησιώτικα (ουδέτερο πληθυντικός)
- Εφτανησιώτικη Σχολή
Μεταφράσεις
εφτανησιώτικος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.