επτανησιακά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pta.ni.si.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πτα‐νη‐σι‐α‐κά
Ετυμολογία 1
- επτανησιακά < επτανησιακ(ός) + -ά
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | επτανησιακά | ||
| γενική | των | επτανησιακών | ||
| αιτιατική | τα | επτανησιακά | ||
| κλητική | επτανησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- επτανησιακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επτανησιακός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επτανησιακά ουδέτερο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
- εφτανησιώτικα (οικείο)
- Επτανησιακά ιδιώματα στο Βικιλεξικό
- Τσάκωνα, Βίλλυ. Επτανησιακά ιδιώματα στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία 3
- επτανησιακά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επτανησιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επτανησιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.