εφέδρανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εφέδρανο | τα | εφέδρανα |
| γενική | του | εφέδρανου | των | εφέδρανων |
| αιτιατική | το | εφέδρανο | τα | εφέδρανα |
| κλητική | εφέδρανο | εφέδρανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφέδρανο < αρχαία ελληνική ἐφέδρανον < ἐπί + ἕδρανον < ἕδρα < ἕδος / ἕζομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sedio- < *sed-
Ουσιαστικό
εφέδρανο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) ειδική κατασκευή που τοποθετείται συνήθως στα θεμέλια μιας οικοδομής ή στη βάση ενός κατασκευάσματος και παρέχει αντισεισμική και αντικραδασμική προστασία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έδρα
Μεταφράσεις
εφέδρανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.