ἕδος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕδος τὰ ἕδ(ᾱ)*
      γενική τοῦ ἕδους τῶν ἑδῶν
      δοτική τῷ ἕδει τοῖς ἕδεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕδος τὰ ἕδ
     κλητική ! ἕδος ἕδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕδει
γεν-δοτ τοῖν  ἑδοῖν
* Όταν προηγείται ε του ε+α > ᾱ (χρέα)
και όχι -η όπως στο βέλος, βέλη.
3η κλίση, Κατηγορία 'χρέος' όπως «χρέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἕδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sédos < *sed- (κάθομαι)

Ουσιαστικό

ἕδος ουδέτερο

  1. το κάθισμα
  2. η κατοικία
  3. καθήμενο άγαλμα
  4. ναός
  5. θεμέλιο
  6. η ενέργεια του κάθομαι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.