αντικραδασμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικραδασμικός | η | αντικραδασμική | το | αντικραδασμικό |
| γενική | του | αντικραδασμικού | της | αντικραδασμικής | του | αντικραδασμικού |
| αιτιατική | τον | αντικραδασμικό | την | αντικραδασμική | το | αντικραδασμικό |
| κλητική | αντικραδασμικέ | αντικραδασμική | αντικραδασμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικραδασμικοί | οι | αντικραδασμικές | τα | αντικραδασμικά |
| γενική | των | αντικραδασμικών | των | αντικραδασμικών | των | αντικραδασμικών |
| αιτιατική | τους | αντικραδασμικούς | τις | αντικραδασμικές | τα | αντικραδασμικά |
| κλητική | αντικραδασμικοί | αντικραδασμικές | αντικραδασμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αντικραδασμικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην προστασία από τους κραδασμούς, στην αποφυγή ή τον περιορισμό τους
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κραδασμός
Μεταφράσεις
αντικραδασμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.