ευώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευώδης η ευώδης το ευώδες
      γενική του ευώδους της ευώδους του ευώδους
    αιτιατική τον ευώδη την ευώδη το ευώδες
     κλητική ευώδη(ς) ευώδης ευώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευώδεις οι ευώδεις τα ευώδη
      γενική των ευωδών των ευωδών των ευωδών
    αιτιατική τους ευώδεις τις ευώδεις τα ευώδη
     κλητική ευώδεις ευώδεις ευώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐώδης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈvo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευώδης

Επίθετο

ευώδης, -ης, -ες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Δείτε το αρχαίο εὐώδης σχετικά με τη γενική πληθυντικού εὐώδων, εὐωδῶν

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.