ευώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευώδης | η | ευώδης | το | ευώδες |
| γενική | του | ευώδους | της | ευώδους | του | ευώδους |
| αιτιατική | τον | ευώδη | την | ευώδη | το | ευώδες |
| κλητική | ευώδη(ς) | ευώδης | ευώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευώδεις | οι | ευώδεις | τα | ευώδη |
| γενική | των | ευωδών | των | ευωδών | των | ευωδών |
| αιτιατική | τους | ευώδεις | τις | ευώδεις | τα | ευώδη |
| κλητική | ευώδεις | ευώδεις | ευώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐώδης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈvo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ώ‐δης
Επίθετο
ευώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) που έχει όμορφη μυρωδιά (ευωδιά)
- ※ Υπάρχει όμως εν λεπτόν / πολύ ευώδες άνθος / που δεν μαραίνεται ποτέ / και τ' αγαπώ με πάθος. (Μαρία Πολυδούρη, Στη φίλη μου)
- ≠ αντώνυμα: δυσώδης
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σημειώσεις
- Δείτε το αρχαίο εὐώδης σχετικά με τη γενική πληθυντικού εὐώδων, εὐωδῶν
Μεταφράσεις
ευώδης
|
|
Αναφορές
- ευώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.