ευωδιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευωδιαστός | η | ευωδιαστή | το | ευωδιαστό |
| γενική | του | ευωδιαστού | της | ευωδιαστής | του | ευωδιαστού |
| αιτιατική | τον | ευωδιαστό | την | ευωδιαστή | το | ευωδιαστό |
| κλητική | ευωδιαστέ | ευωδιαστή | ευωδιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευωδιαστοί | οι | ευωδιαστές | τα | ευωδιαστά |
| γενική | των | ευωδιαστών | των | ευωδιαστών | των | ευωδιαστών |
| αιτιατική | τους | ευωδιαστούς | τις | ευωδιαστές | τα | ευωδιαστά |
| κλητική | ευωδιαστοί | ευωδιαστές | ευωδιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.