ευφυολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ευφυολόγος οι ευφυολόγοι
      γενική του/της ευφυολόγου των ευφυολόγων
    αιτιατική τον/την ευφυολόγο τους/τις ευφυολόγους
     κλητική ευφυολόγε ευφυολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευφυολόγος < ευφυ(ής) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

ευφυολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.