ευυπόληπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευυπόληπτος η ευυπόληπτη το ευυπόληπτο
      γενική του ευυπόληπτου της ευυπόληπτης του ευυπόληπτου
    αιτιατική τον ευυπόληπτο την ευυπόληπτη το ευυπόληπτο
     κλητική ευυπόληπτε ευυπόληπτη ευυπόληπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευυπόληπτοι οι ευυπόληπτες τα ευυπόληπτα
      γενική των ευυπόληπτων των ευυπόληπτων των ευυπόληπτων
    αιτιατική τους ευυπόληπτους τις ευυπόληπτες τα ευυπόληπτα
     κλητική ευυπόληπτοι ευυπόληπτες ευυπόληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευυπόληπτος < ευ- + (υπολήπτομαι) υποληπ- + -τος. Διαφορετική η αρχαία ελληνική εὐυπόληπτος (που μπορεί να τον σηκώσουν εύκολα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.viˈpo.li.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευυπόληπτος

Επίθετο

ευυπόληπτος, -η, -ο

  1. που τον σέβονται και τον υπολήπτονται όλοι
     συνώνυμα: αξιοσέβαστος, (αξιοπρεπής)
  2. (κατ’ επέκταση) φερέγγυος και νομοταγής

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.