ευρώπιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Eu
  • Ατομικός αριθμός : 63
  • Προηγούμενο = Sm
  • Επόμενο = Gd

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

ευρώπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική europium < αρχαία ελληνική Ευρώπη

Ουσιαστικό

ευρώπιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευρώπιο τα ευρώπια
      γενική του ευρώπιου των ευρώπιων
    αιτιατική το ευρώπιο τα ευρώπια
     κλητική ευρώπιο ευρώπια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.