γαδολίνιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Gd
  • Ατομικός αριθμός : 64
  • Προηγούμενο = Eu
  • Επόμενο = Tb

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

γαδολίνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική gadolinium < gadolinite < από τον Φινλανδό χημικό και γεωλόγο Johan Gadolin

Ουσιαστικό

γαδολίνιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαδολίνιο τα γαδολίνια
      γενική του γαδολίνιου
& γαδολινίου
των γαδολίνιων
& γαδολινίων
    αιτιατική το γαδολίνιο τα γαδολίνια
     κλητική γαδολίνιο γαδολίνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.