γαδολίνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- γαδολίνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική gadolinium < gadolinite < από τον Φινλανδό χημικό και γεωλόγο Johan Gadolin
Ουσιαστικό
γαδολίνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 64, ατομικό βάρος 157,25 και χημικό σύμβολο το Gd
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαδολίνιο | τα | γαδολίνια |
| γενική | του | γαδολίνιου & γαδολινίου |
των | γαδολίνιων & γαδολινίων |
| αιτιατική | το | γαδολίνιο | τα | γαδολίνια |
| κλητική | γαδολίνιο | γαδολίνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- γαδολινιούχος
- γαδολινίτης
-
γαδολίνιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γαδολίνιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.