ευρέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευρέσιμος | η | ευρέσιμη | το | ευρέσιμο |
| γενική | του | ευρέσιμου | της | ευρέσιμης | του | ευρέσιμου |
| αιτιατική | τον | ευρέσιμο | την | ευρέσιμη | το | ευρέσιμο |
| κλητική | ευρέσιμε | ευρέσιμη | ευρέσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευρέσιμοι | οι | ευρέσιμες | τα | ευρέσιμα |
| γενική | των | ευρέσιμων | των | ευρέσιμων | των | ευρέσιμων |
| αιτιατική | τους | ευρέσιμους | τις | ευρέσιμες | τα | ευρέσιμα |
| κλητική | ευρέσιμοι | ευρέσιμες | ευρέσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευρέσιμος < αρχαία ελληνική εὕρεσις + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική searchable)
Συγγενικά
- αναζητήσιμος
- ανακαλύψιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.