ευθυμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ευθυμογράφος | οι | ευθυμογράφοι |
| γενική | του/της | ευθυμογράφου | των | ευθυμογράφων |
| αιτιατική | τον/την | ευθυμογράφο | τους/τις | ευθυμογράφους |
| κλητική | ευθυμογράφε | ευθυμογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.