ευθυμογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευθυμογραφικός | η | ευθυμογραφική | το | ευθυμογραφικό |
| γενική | του | ευθυμογραφικού | της | ευθυμογραφικής | του | ευθυμογραφικού |
| αιτιατική | τον | ευθυμογραφικό | την | ευθυμογραφική | το | ευθυμογραφικό |
| κλητική | ευθυμογραφικέ | ευθυμογραφική | ευθυμογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευθυμογραφικοί | οι | ευθυμογραφικές | τα | ευθυμογραφικά |
| γενική | των | ευθυμογραφικών | των | ευθυμογραφικών | των | ευθυμογραφικών |
| αιτιατική | τους | ευθυμογραφικούς | τις | ευθυμογραφικές | τα | ευθυμογραφικά |
| κλητική | ευθυμογραφικοί | ευθυμογραφικές | ευθυμογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευθυμογραφικός < ευθυμογράφος / ευθυμογραφία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ευθυμογράφος, εύθυμος, θυμός και γράφω
Μεταφράσεις
ευθυμογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.