αυτοευθυγράμμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοευθυγράμμιση | οι | αυτοευθυγραμμίσεις |
| γενική | της | αυτοευθυγράμμισης | των | αυτοευθυγραμμίσεων |
| αιτιατική | την | αυτοευθυγράμμιση | τις | αυτοευθυγραμμίσεις |
| κλητική | αυτοευθυγράμμιση | αυτοευθυγραμμίσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοευθυγράμμιση < αυτο- + ευθυγράμμιση
Αναφορές
- αυτοευθυγράμμιση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.