gré
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| gré | grés |
gré (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η ευγνωμοσύνη
- το γούστο, η γνώμη, η θέληση
Εκφράσεις
- au gré de (quelqu'un): κατά τη γνώμη (κάποιου)
- au gré des (circonstances): όπως τα φέρνει η τύχη
- bon gré, mal gré: εκών άκων, θέλοντας και μη
- contre le gré: παρά τη θέληση
- de gré à gré: φιλικά, συμφιλιωτικά, συναινετικά
- de gré ou de force: θέλοντας και μη
- de son gré / de son plein gré: θέλοντας, με τη θέλησή του
- savoir gré à quelqu'un: ευγνωμονώ, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.