Ευαγγελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ευαγγελισμός | οι | Ευαγγελισμοί |
| γενική | του | Ευαγγελισμού | των | Ευαγγελισμών |
| αιτιατική | τον | Ευαγγελισμό | τους | Ευαγγελισμούς |
| κλητική | Ευαγγελισμέ | Ευαγγελισμοί | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ευαγγελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐαγγελισμός (η αναγγελία μιας χαρούμενης είδησης)[1] < (ευ-) εὖ + αρχαία ελληνική ἀγγέλλω + -ισμός
Ουσιαστικό
Ευαγγελισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (χριστιανισμός) η αναγγελία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Παναγία ότι θα γεννήσει παιδί και θα ονομάζεται Ιησούς
- ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου εορτάζεται στις 25 Μαρτίου
- η εκκλησία του Ευαγγελισμού
- παραστάσεις του Ευαγγελισμού (εικόνες, πίνακες, γλυπτά)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ονομασία ναών σε όλο τον κόσμο
- (επωνυμία) μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ευαγγελίζομαι και αγγέλλω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ευαγγελισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.