Ευαγγελισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ευαγγελισμός οι Ευαγγελισμοί
      γενική του Ευαγγελισμού των Ευαγγελισμών
    αιτιατική τον Ευαγγελισμό τους Ευαγγελισμούς
     κλητική Ευαγγελισμέ Ευαγγελισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ευαγγελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐαγγελισμόςαναγγελία μιας χαρούμενης είδησης)[1] < (ευ-) εὖ + αρχαία ελληνική ἀγγέλλω + -ισμός

Ουσιαστικό

Ευαγγελισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (χριστιανισμός) η αναγγελία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Παναγία ότι θα γεννήσει παιδί και θα ονομάζεται Ιησούς
    ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου εορτάζεται στις 25 Μαρτίου
    η εκκλησία του Ευαγγελισμού
    παραστάσεις του Ευαγγελισμού (εικόνες, πίνακες, γλυπτά)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. ονομασία ναών σε όλο τον κόσμο
  4. (επωνυμία) μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.