εὐαγγελισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐαγγελισμός οἱ εὐαγγελισμοί
      γενική τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν εὐαγγελισμῶν
      δοτική τῷ εὐαγγελισμ τοῖς εὐαγγελισμοῖς
    αιτιατική τὸν εὐαγγελισμόν τοὺς εὐαγγελισμούς
     κλητική ! εὐαγγελισμέ εὐαγγελισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐαγγελισμώ
γεν-δοτ τοῖν  εὐαγγελισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐαγγελισμός < εὖ + αρχαία ελληνική ἀγγέλλω

Ουσιαστικό

εὐαγγελισμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.