ευαγγελίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευαγγελίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐαγγελίζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vaŋ.ɟeˈli.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐αγ‐γε‐λί‐ζο‐μαι
Ρήμα
ευαγγελίζομαι, π.αόρ.: ευαγγελίσθηκα (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
- ευαγγελιζόμενος
- ευαγγελισμός
- ευαγγελιστάριο
- ευαγγελιστής
- → δείτε τις λέξεις ευ και αγγέλλω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευαγγελίζομαι | ευαγγελιζόμουν(α) | θα ευαγγελίζομαι | να ευαγγελίζομαι | ευαγγελιζόμενος | |
| β' ενικ. | ευαγγελίζεσαι | ευαγγελιζόσουν(α) | θα ευαγγελίζεσαι | να ευαγγελίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ευαγγελίζεται | ευαγγελιζόταν(ε) | θα ευαγγελίζεται | να ευαγγελίζεται | ||
| α' πληθ. | ευαγγελιζόμαστε | ευαγγελιζόμαστε ευαγγελιζόμασταν |
θα ευαγγελιζόμαστε | να ευαγγελιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ευαγγελίζεστε | ευαγγελιζόσαστε ευαγγελιζόσασταν |
θα ευαγγελίζεστε | να ευαγγελίζεστε | ευαγγελίζεστε | |
| γ' πληθ. | ευαγγελίζονται | ευαγγελίζονταν ευαγγελιζόντουσαν |
θα ευαγγελίζονται | να ευαγγελίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευαγγελίσθηκα | θα ευαγγελισθώ | να ευαγγελισθώ | ευαγγελισθεί | ||
| β' ενικ. | ευαγγελίσθηκες | θα ευαγγελισθείς | να ευαγγελισθείς | |||
| γ' ενικ. | ευαγγελίσθηκε | θα ευαγγελισθεί | να ευαγγελισθεί | |||
| α' πληθ. | ευαγγελισθήκαμε | θα ευαγγελισθούμε | να ευαγγελισθούμε | |||
| β' πληθ. | ευαγγελισθήκατε | θα ευαγγελισθείτε | να ευαγγελισθείτε | ευαγγελισθείτε | ||
| γ' πληθ. | ευαγγελίσθηκαν ευαγγελισθήκαν(ε) |
θα ευαγγελισθούν(ε) | να ευαγγελισθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ευαγγελισθεί | είχα ευαγγελισθεί | θα έχω ευαγγελισθεί | να έχω ευαγγελισθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις ευαγγελισθεί | είχες ευαγγελισθεί | θα έχεις ευαγγελισθεί | να έχεις ευαγγελισθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ευαγγελισθεί | είχε ευαγγελισθεί | θα έχει ευαγγελισθεί | να έχει ευαγγελισθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευαγγελισθεί | είχαμε ευαγγελισθεί | θα έχουμε ευαγγελισθεί | να έχουμε ευαγγελισθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ευαγγελισθεί | είχατε ευαγγελισθεί | θα έχετε ευαγγελισθεί | να έχετε ευαγγελισθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευαγγελισθεί | είχαν ευαγγελισθεί | θα έχουν ευαγγελισθεί | να έχουν ευαγγελισθεί | ||
Μεταφράσεις
ευαγγελίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.