ετοιμόρροπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμόρροπος η ετοιμόρροπη το ετοιμόρροπο
      γενική του ετοιμόρροπου της ετοιμόρροπης του ετοιμόρροπου
    αιτιατική τον ετοιμόρροπο την ετοιμόρροπη το ετοιμόρροπο
     κλητική ετοιμόρροπε ετοιμόρροπη ετοιμόρροπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμόρροποι οι ετοιμόρροπες τα ετοιμόρροπα
      γενική των ετοιμόρροπων των ετοιμόρροπων των ετοιμόρροπων
    αιτιατική τους ετοιμόρροπους τις ετοιμόρροπες τα ετοιμόρροπα
     κλητική ετοιμόρροποι ετοιμόρροπες ετοιμόρροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετοιμόρροπος < μεσαιωνική ελληνική ετοιμόρροπος < αρχαία ελληνική ἕτοιμος + ῥέπω

Επίθετο

ετοιμόρροπος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.