ετοιμορροπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετοιμορροπία οι ετοιμορροπίες
      γενική της ετοιμορροπίας των ετοιμορροπιών
    αιτιατική την ετοιμορροπία τις ετοιμορροπίες
     κλητική ετοιμορροπία ετοιμορροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετοιμορροπία < ετοιμόρροπος + -ία

Ουσιαστικό

ετοιμορροπία θηλυκό

  • (λόγιο) (νεολογισμός) η κατάσταση του ετοιμόρροπου
      Το αρχοντικό Νοταρά, κηρυγμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο ήδη από το 1962, ευρισκόμενο επί δεκαετίες σε κατάσταση ετοιμορροπίας, παρουσιάζει πλέον κάπως καλύτερη εικόνα, μετά την παρέμβαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορίνθου, η οποία προέβη σε στερεωτικές εργασίες έπειτα από αίτημα του Δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.