έτερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έτερος η έτερη το έτερο
      γενική του έτερου της έτερης του έτερου
    αιτιατική τον έτερο την έτερη το έτερο
     κλητική έτερε έτερη έτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έτεροι οι έτερες τα έτερα
      γενική των έτερων των έτερων των έτερων
    αιτιατική τους έτερους τις έτερες τα έτερα
     κλητική έτεροι έτερες έτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕτερος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έτερος

Επίθετο

έτερος, -η, ο και κατά την αρχαία κλίση ετέρα, έτερον

  • (αρχαιοπρεπές) άλλος (σε λόγιες τυποποιημένες εκφράσεις)
      Όσο για την έτερη παρουσιάστρια της πρωινής ζώνης (…), αυτή δεν κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά της εκπομπής (…), η οποία έμεινε στη λίστα της AGB σε χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 6,4%. (εφημερίδαΜακεδονία, 04.01.2006)

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.