εσώτατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσώτατος | η | εσώτατη | το | εσώτατο |
| γενική | του | εσώτατου | της | εσώτατης | του | εσώτατου |
| αιτιατική | τον | εσώτατο | την | εσώτατη | το | εσώτατο |
| κλητική | εσώτατε | εσώτατη | εσώτατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσώτατοι | οι | εσώτατες | τα | εσώτατα |
| γενική | των | εσώτατων | των | εσώτατων | των | εσώτατων |
| αιτιατική | τους | εσώτατους | τις | εσώτατες | τα | εσώτατα |
| κλητική | εσώτατοι | εσώτατες | εσώτατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- εσώτατος < επίρρημα έσω + κατάληξη υπερθετικού βαθμού -τατος
Επίθετο
εσώτατος, -η, -ο
- ο υπερθετικός βαθμός του εσώτερος
- που βρίσκεται στο ακρότατο εσωτερικό σημείο
- οι ερευνητές έφτασαν στο εσώτατο σημείο του σπηλαίου
- (μεταφορικά) ο βαθύτερος
- τα εσώτατα στοιχεία της ταυτότητας των λαών της Ευρώπης αποτελούν ισχυρούς κρίκους ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.