εσώτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσώτερος | η | εσώτερη | το | εσώτερο |
| γενική | του | εσώτερου | της | εσώτερης | του | εσώτερου |
| αιτιατική | τον | εσώτερο | την | εσώτερη | το | εσώτερο |
| κλητική | εσώτερε | εσώτερη | εσώτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσώτεροι | οι | εσώτερες | τα | εσώτερα |
| γενική | των | εσώτερων | των | εσώτερων | των | εσώτερων |
| αιτιατική | τους | εσώτερους | τις | εσώτερες | τα | εσώτερα |
| κλητική | εσώτεροι | εσώτερες | εσώτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εσώτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐσώτερος, συγκριτικός βαθμός για το αρχαίο επίρρημ ἔσω + -τερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈso.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σώ‐τε‐ρος
Επίθετο
εσώτερος, -η, -ο
- αυτός που βρίσκεται πιο μέσα
- ↪ Δεν του επιτράπηκε η είσοδος στα εσώτερα διαμερίσματα των ανακτόρων.
- ≈ συνώνυμα: ενδότερος, εσωτερικός
- (μεταφορικά)
- ↪ Δεν αποκάλυψε ποτέ τον εσώτερο εαυτό του.
- ≈ συνώνυμα: ενδόμυχος, εσωτερικός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- εσώτατος, υπερθετικός βαθμός
- → δείτε και τη λέξη εσωτερικός
Μεταφράσεις
εσώτερος
|
|
Πηγές
- [{Π:ΛΚΝ}}
- εσώτερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.