έσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έσω < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

έσω

  • μέσα
    Ο Πρωθυπουργός δέχεται βολές εκ των έσω (: από το ίδιο του το κόμμα).

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.